3,274,917
edits
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλάτη''': ᾰ, ἡ, κοινῶς ὁ «ἔλατος», Λατ. pinus picea, περιγραφομένη ὡς ὑψηλὴ Ἰλ. Ε. 560·Ϗ [[περιμήκετος]] Ξ. 286˙ [[οὐρανομήκης]] Ὀδ. Ε. 239˙ χρησιμεύουσα ὡς ἱστὸς (ἴδε [[ἐλάτινος]]): - διακρινομένη ὑπὸ Θεοφρ. εἰς δύο εἴδη, ἐλ. ἄρρην καὶ θήλεια, [[ἴσως]] ἡ τῶν βοτανολόγων, pinus abies καὶ p. picea, π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 6˙ ἀλλ’ ὅρα Daubeny «Δένδρα τῶν Ἀρχαίων» σ. 26 κἑξ. ΙΙ. [[κώπη]], ὡς κατασκευασθεῖσα ἐξ [[ἐλάτης]], λεύκαινον [[ὕδωρ]] ξεστῇς ἐλάτῃσιν Ὀδ. Μ. 172, πρβλ. Ἰλ. Η. 5˙ μεταγεν. [[ὡσαύτως]], [[πλοῖον]] ἢ [[λέμβος]], ὡς το Λατ. abies, Εὐρ. Φοίν. 208, Ἄλκ. 444. ΙΙΙ. [[περικάλυμμα]] τοῦ καρποῦ τῶν φοινίκων [[εἰσέτι]] ἀνθούντων, ὃ καὶ σπάθην καλοῦσι, Διοσκ. 1. 150˙ πρβλ. Ἐπίχ. 112 Ahr. (Ἴσως «παρὰ τὸ ἐλᾶν, ὅ ἐστιν ἐς [[ὕψος]] ἀνατετάσθαι» Εὐστ.). | |lstext='''ἐλάτη''': ᾰ, ἡ, κοινῶς ὁ «ἔλατος», Λατ. pinus picea, περιγραφομένη ὡς ὑψηλὴ Ἰλ. Ε. 560·Ϗ [[περιμήκετος]] Ξ. 286˙ [[οὐρανομήκης]] Ὀδ. Ε. 239˙ χρησιμεύουσα ὡς ἱστὸς (ἴδε [[ἐλάτινος]]): - διακρινομένη ὑπὸ Θεοφρ. εἰς δύο εἴδη, ἐλ. ἄρρην καὶ θήλεια, [[ἴσως]] ἡ τῶν βοτανολόγων, pinus abies καὶ p. picea, π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 6˙ ἀλλ’ ὅρα Daubeny «Δένδρα τῶν Ἀρχαίων» σ. 26 κἑξ. ΙΙ. [[κώπη]], ὡς κατασκευασθεῖσα ἐξ [[ἐλάτης]], λεύκαινον [[ὕδωρ]] ξεστῇς ἐλάτῃσιν Ὀδ. Μ. 172, πρβλ. Ἰλ. Η. 5˙ μεταγεν. [[ὡσαύτως]], [[πλοῖον]] ἢ [[λέμβος]], ὡς το Λατ. abies, Εὐρ. Φοίν. 208, Ἄλκ. 444. ΙΙΙ. [[περικάλυμμα]] τοῦ καρποῦ τῶν φοινίκων [[εἰσέτι]] ἀνθούντων, ὃ καὶ σπάθην καλοῦσι, Διοσκ. 1. 150˙ πρβλ. Ἐπίχ. 112 Ahr. (Ἴσως «παρὰ τὸ ἐλᾶν, ὅ ἐστιν ἐς [[ὕψος]] ἀνατετάσθαι» Εὐστ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> sapin, <i>arbre ou</i> bois de sapin;<br /><b>II.</b> objet en bois de sapin;<br /><b>1</b> rame;<br /><b>2</b> navire ; flotte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλάω]]. | |||
}} | }} |