Anonymous

φιλόβακχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόβακχος''': -ον, ὁ φιλῶν τὸν Βάκχον ἢ τὸν [[οἶνον]], φῦε κατὰ στήλης, ἱρὴ κόνι, τῇ φιλοβάκχῳ μὴ [[βάτον]], ἀλλ’ ἁπαλὰς λευκοΐων κάλυκας Ἀνθ. Παλατ. 7. 222.
|lstext='''φῐλόβακχος''': -ον, ὁ φιλῶν τὸν Βάκχον ἢ τὸν [[οἶνον]], φῦε κατὰ στήλης, ἱρὴ κόνι, τῇ φιλοβάκχῳ μὴ [[βάτον]], ἀλλ’ ἁπαλὰς λευκοΐων κάλυκας Ἀνθ. Παλατ. 7. 222.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime le vin.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[Βάκχος]].
}}
}}