Anonymous

ἐκφοιτάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκφοιτάω''': Ἰων. -έω, [[ἐξέρχομαι]] συνεχῶς, [[συνηθίζω]] νὰ ἐξέρχωμαι, ἐπὶ θήρην Ἡρόδ. 4. 116˙ [[ἁπλῶς]], [[ἐξέρχομαι]], ὁ αὐτ. 3. 68, Εὐρ. Ἠλ. 320. 2) ἐπὶ πραγμάτων, διαδίδομαι, κοινολογοῦμαι, παρὰ τῆς γυναικὸς ἐξεφοίτων λόγοι Πλουτ. Λυκ. 3˙ [[ὡσαύτως]], ἔς τε ὀρθὴν μανίαν καὶ ὡς τὰ [[μάλιστα]] ἰσχυρὰν ἐκφοιτᾷ, καταντᾷ, Αἰλ. π. Ζ. 11. 32.
|lstext='''ἐκφοιτάω''': Ἰων. -έω, [[ἐξέρχομαι]] συνεχῶς, [[συνηθίζω]] νὰ ἐξέρχωμαι, ἐπὶ θήρην Ἡρόδ. 4. 116˙ [[ἁπλῶς]], [[ἐξέρχομαι]], ὁ αὐτ. 3. 68, Εὐρ. Ἠλ. 320. 2) ἐπὶ πραγμάτων, διαδίδομαι, κοινολογοῦμαι, παρὰ τῆς γυναικὸς ἐξεφοίτων λόγοι Πλουτ. Λυκ. 3˙ [[ὡσαύτως]], ἔς τε ὀρθὴν μανίαν καὶ ὡς τὰ [[μάλιστα]] ἰσχυρὰν ἐκφοιτᾷ, καταντᾷ, Αἰλ. π. Ζ. 11. 32.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> sortir fréquemment : ἐπὶ θήρην HDT pour aller à la chasse ; <i>p. ext.</i> sortir ; <i>fig.</i> ἐκφ. [[εἰς]] μανίαν ÉL tomber en démence;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses (de bruits, de rumeurs, etc.)</i> se répandre, se divulguer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φοιτάω]].
}}
}}