Anonymous

ἀορτήρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀορτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ἀείρω]]) ἱμὰς δι’ οὗ δύναταί τις νὰ κρεμάσῃ τι, [[ζώνη]] ξίφους, Ὀδ. Λ. 609· κατὰ πληθ., κουλεὸν… χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός Ἰλ. Λ. 31: καθ’ Ἡσύχ. «ἀορτήρεσ[σ]ιν· οἱ ἀναφορεῖς τοῦ ξίφους, ἢ οἱ κρίκοι τῆς θήκης». 2) Ἐν Ὀδ. ἱμὰς πρὸς ἀνάρτησιν σακκιδίου, [[στρόφος]] ἀορτὴρ, ἴδε ἐν λ. [[στρόφος]]. ΙΙ. ἀορτῆρες ἵπποι = σειραφόροι, Ἰω. Χρυσ. ὁμ. 122, τ. 6, σ. 794.
|lstext='''ἀορτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ἀείρω]]) ἱμὰς δι’ οὗ δύναταί τις νὰ κρεμάσῃ τι, [[ζώνη]] ξίφους, Ὀδ. Λ. 609· κατὰ πληθ., κουλεὸν… χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός Ἰλ. Λ. 31: καθ’ Ἡσύχ. «ἀορτήρεσ[σ]ιν· οἱ ἀναφορεῖς τοῦ ξίφους, ἢ οἱ κρίκοι τῆς θήκης». 2) Ἐν Ὀδ. ἱμὰς πρὸς ἀνάρτησιν σακκιδίου, [[στρόφος]] ἀορτὴρ, ἴδε ἐν λ. [[στρόφος]]. ΙΙ. ἀορτῆρες ἵπποι = σειραφόροι, Ἰω. Χρυσ. ὁμ. 122, τ. 6, σ. 794.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> courroie d’un havresac;<br /><b>2</b> baudrier ; <i>p. anal.</i> ceinture;<br /><b>3</b> ἀορτῆρες ἵπποι chevaux de trait.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείρω]].
}}
}}