Anonymous

ἀναγγέλλω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναγγέλλω''': (ἴδε ἀγγέλλω), [[ἐπανέρχομαι]] φέρων ἀγγελίας, ἀγγέλλω Λατ. renuncieare, τι Αἰσχύλ. Πρ. 661: πάντ’ ἀναγγεῖλαι φίλοις Εὐρ. Ι. Τ. 761 · τῷ Βρασίδᾳ τὴν ξυνθήκην Θουκ. 4. 122, κτλ.· τι [[πρός]] τινα Πολυβ. 1. 67, 11: μ. μετοχ. [[λέγω]] [[περί]] τινος προσώπου πράττοντός τι, Ξεν. Ἀγησ. 5. 6: - [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητικῷ, ὡς ἀνηγγέλθη τεθνεὼς Πλουτ. Περικλ. 18. 2) ἀν. τῷ δήμῳ, Λατ. referre ad populum, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 18.
|lstext='''ἀναγγέλλω''': (ἴδε ἀγγέλλω), [[ἐπανέρχομαι]] φέρων ἀγγελίας, ἀγγέλλω Λατ. renuncieare, τι Αἰσχύλ. Πρ. 661: πάντ’ ἀναγγεῖλαι φίλοις Εὐρ. Ι. Τ. 761 · τῷ Βρασίδᾳ τὴν ξυνθήκην Θουκ. 4. 122, κτλ.· τι [[πρός]] τινα Πολυβ. 1. 67, 11: μ. μετοχ. [[λέγω]] [[περί]] τινος προσώπου πράττοντός τι, Ξεν. Ἀγησ. 5. 6: - [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητικῷ, ὡς ἀνηγγέλθη τεθνεὼς Πλουτ. Περικλ. 18. 2) ἀν. τῷ δήμῳ, Λατ. referre ad populum, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 18.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναγγελῶ, <i>ao.</i> ἀνήγγειλα;<br /><b>1</b> revenir annoncer ; annoncer : [[τί]] τινι qch à qqn;<br /><b>2</b> rapporter, redire ce que qqn a dit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἀγγέλλω]].
}}
}}