Anonymous

ἁμαξοπηγός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμαξοπηγός''': -όν, ([[πήγνυμι]]) ὁ κατασκευάζων ἁμάξας, ἁμαξοποιός, Πλουτ. Περικλ. 12.
|lstext='''ἁμαξοπηγός''': -όν, ([[πήγνυμι]]) ὁ κατασκευάζων ἁμάξας, ἁμαξοποιός, Πλουτ. Περικλ. 12.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />charron.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμαξα]], [[πήγνυμι]].
}}
}}