3,273,762
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακτάομαι''': μέλλ. -ήσομαι: πρκμ. ἀνέκτημαι, Σοφ. Ἀποσπ. 328: ἀποθ.: - ἀνακτῶμαι δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]] [[πάλιν]] [[ὀπίσω]], τυραννίδα ἀρχὴν ἀν. [[ὀπίσω]] Ἡρόδ. 1. 61., 3. 73· Ἄργος ἐς ἑωυτούς ἀν. 6. 83· [[δῶμα]] πατρὸς Αἰσχύλ. Χο. 237· ἀν. τινί τι Διόδ. 16. 14: - διορθώνω, ἐπανορθώνω, ἐλαττώσεις Πολύβ. 10. 33, 4. 2) [[ἀναψύχω]], ἀναζωογονῶ, σώματα, ψυχὰς ὁ αὐτ. 3. 60. 7., 87. 3: ἀνακτ. ἑαυτόν, Λατ. recolligere vires, Βαλκ. Ἀδων. 365Β. 3) ἀποκαθίστημί τι εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν, Λατ. restituere in integrum, τοὺς ἐπταικότας Δίων Κ. 44. 47: [[ἐπισκευάζω]], ναοὺς ὁ αὐτ. 53. 2. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[κερδαίνω]] τὴν εὔνοιάν τινος ἢ τὴν φιλίαν, ἑλκύω τινὰ εἰς τὸ [[μέρος]] μου, Ἡρόδ. 1. 50, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, κτλ.· [[ὡσαύτως]], φίλον ἀν. τινὰ [[αὐτόθι]] 2. 2, 10 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38 κἑξ. | |lstext='''ἀνακτάομαι''': μέλλ. -ήσομαι: πρκμ. ἀνέκτημαι, Σοφ. Ἀποσπ. 328: ἀποθ.: - ἀνακτῶμαι δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]] [[πάλιν]] [[ὀπίσω]], τυραννίδα ἀρχὴν ἀν. [[ὀπίσω]] Ἡρόδ. 1. 61., 3. 73· Ἄργος ἐς ἑωυτούς ἀν. 6. 83· [[δῶμα]] πατρὸς Αἰσχύλ. Χο. 237· ἀν. τινί τι Διόδ. 16. 14: - διορθώνω, ἐπανορθώνω, ἐλαττώσεις Πολύβ. 10. 33, 4. 2) [[ἀναψύχω]], ἀναζωογονῶ, σώματα, ψυχὰς ὁ αὐτ. 3. 60. 7., 87. 3: ἀνακτ. ἑαυτόν, Λατ. recolligere vires, Βαλκ. Ἀδων. 365Β. 3) ἀποκαθίστημί τι εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν, Λατ. restituere in integrum, τοὺς ἐπταικότας Δίων Κ. 44. 47: [[ἐπισκευάζω]], ναοὺς ὁ αὐτ. 53. 2. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[κερδαίνω]] τὴν εὔνοιάν τινος ἢ τὴν φιλίαν, ἑλκύω τινὰ εἰς τὸ [[μέρος]] μου, Ἡρόδ. 1. 50, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, κτλ.· [[ὡσαύτως]], φίλον ἀν. τινὰ [[αὐτόθι]] 2. 2, 10 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38 κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> ([[ἀνά]], en haut) gagner en attirant à soi, se concilier : τινα <i>ou</i> φίλον τινά qqn pour ami;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]], en arrière) regagner pour soi-même, recouvrer (le pouvoir, la royauté, <i>etc.</i>) ; [[ἐς]] ἑωυτόν HDT ramener à soi (par la violence), reprendre possession.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κτάομαι]]. | |||
}} | }} |