Anonymous

ἀμφίσβαινα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίσβαινα''': -ης, -ἡ, (βαίνω) [[εἶδος]] ὄφεως δυναμένου νὰ ἕρπῃ [[πρός]] τε τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1233, Νικ. Θ. 372. Ὁ δὲ Ἡσύχ. λέγει: «[[εἶδος]] ὄφεως μακροκέφαλον, ἰσόπηχυ, τὴν οὐρὰν κολοβὴν ἔχον καὶ [[ταύτῃ]] [[πολλάκις]] τὴν πορείαν ποιούμενον, [[ὥστε]] τινὰς ἀμφισβητεῖν μὴ δύο κεφαλὰς ἔχειν· λέγεται δὲ καὶ διὰ τοῦ μ ἀμφίσμαινα.»
|lstext='''ἀμφίσβαινα''': -ης, -ἡ, (βαίνω) [[εἶδος]] ὄφεως δυναμένου νὰ ἕρπῃ [[πρός]] τε τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1233, Νικ. Θ. 372. Ὁ δὲ Ἡσύχ. λέγει: «[[εἶδος]] ὄφεως μακροκέφαλον, ἰσόπηχυ, τὴν οὐρὰν κολοβὴν ἔχον καὶ [[ταύτῃ]] [[πολλάκις]] τὴν πορείαν ποιούμενον, [[ὥστε]] τινὰς ἀμφισβητεῖν μὴ δύο κεφαλὰς ἔχειν· λέγεται δὲ καὶ διὰ τοῦ μ ἀμφίσμαινα.»
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />amphisbène, <i>sorte de serpent qui s’avance ou recule à volonté</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφίς]], [[βαίνω]].
}}
}}