Anonymous

ἀκρωτηριάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρωτηριάζω''': [[ἀποκόπτω]] τὰ ἀκρωτήρια, ἐπὶ πλοίων, τάς πρῴρας ᾐκρωτηρίασαν, ἔκοψαν τὰ ἔμβολα τῶν πρῳρῶν, Ἡρόδ. 3.59: - οὕτω καὶ ὡς μέσ., τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενοι, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 36 πρκμ. παθ. μ. μέσ. σημ. ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας, ἔχοντες κακούργως κολοβώσῃ τὰς πατρίδας των, Δημ. 324, 22. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀποκόπτω]] τὰ [[ἄκρα]], χεῖρας καὶ πόδας, ποιῶ ἀνάπηρον, Πολύβ. 5. 54, 10, κτλ.· - μηδὲν ἀκρωτηριάσῃς [[ἐνθάδε]], Ἐπιγρ. ἐπὶ ἀγάλματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 6855. ΙΙ. ἀμετάβ., ἀποτελῶ [[ἀκρωτήριον]], [[προεξέχω]] ὡς [[ἀκρωτήριον]], Πολύβ. 4. 43, 2, Στράβ. 28.
|lstext='''ἀκρωτηριάζω''': [[ἀποκόπτω]] τὰ ἀκρωτήρια, ἐπὶ πλοίων, τάς πρῴρας ᾐκρωτηρίασαν, ἔκοψαν τὰ ἔμβολα τῶν πρῳρῶν, Ἡρόδ. 3.59: - οὕτω καὶ ὡς μέσ., τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενοι, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 36 πρκμ. παθ. μ. μέσ. σημ. ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας, ἔχοντες κακούργως κολοβώσῃ τὰς πατρίδας των, Δημ. 324, 22. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀποκόπτω]] τὰ [[ἄκρα]], χεῖρας καὶ πόδας, ποιῶ ἀνάπηρον, Πολύβ. 5. 54, 10, κτλ.· - μηδὲν ἀκρωτηριάσῃς [[ἐνθάδε]], Ἐπιγρ. ἐπὶ ἀγάλματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 6855. ΙΙ. ἀμετάβ., ἀποτελῶ [[ἀκρωτήριον]], [[προεξέχω]] ὡς [[ἀκρωτήριον]], Πολύβ. 4. 43, 2, Στράβ. 28.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἠκρωτηρίασα;<br />couper les extrémités (nez, oreilles, pieds, mains) ; ἀ. [[τὰς]] πρῴρας HDT couper les éperons fixés aux proues;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀκρωτηριάζομαι;<br /><b>1</b> couper les éperons, les ornements (des trirèmes);<br /><b>2</b> mutiler <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀκρωτήριον]].
}}
}}