Anonymous

ἀναμοχλεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμοχλεύω''': κινῶ ἢ [[ἐγείρω]] διὰ μοχλοῦ, [[βιάζω]], ἀναμοχλεύειν πύλας Εὐρ. Μήδ. 1317, [[ἔνθα]] ἴδε Πόρσ. (1314)· - ἀνακινῶ, [[ὥστε]] ἀναμοχλεύωμεν τὴν Ὄσσαν πρῶτον Λουκ. Χάρ. 4: - μεταφ., τί [[ταῦτα]] κινεῖς κἀναμοχλεύεις; Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Α΄. σ. 13 ἐν τέλει, ἔκδ. Κοραῆ.
|lstext='''ἀναμοχλεύω''': κινῶ ἢ [[ἐγείρω]] διὰ μοχλοῦ, [[βιάζω]], ἀναμοχλεύειν πύλας Εὐρ. Μήδ. 1317, [[ἔνθα]] ἴδε Πόρσ. (1314)· - ἀνακινῶ, [[ὥστε]] ἀναμοχλεύωμεν τὴν Ὄσσαν πρῶτον Λουκ. Χάρ. 4: - μεταφ., τί [[ταῦτα]] κινεῖς κἀναμοχλεύεις; Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Α΄. σ. 13 ἐν τέλει, ἔκδ. Κοραῆ.
}}
{{bailly
|btext=forcer (une porte) avec un levier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[μοχλεύω]].
}}
}}