Anonymous

ἀναμφίβολος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμφίβολος''': -ον, ὁ μὴ [[ἀμφίβολος]], [[βέβαιος]], [[θετικός]], [[νίκη]] Διον. Ἁλ. 3. 57. - Ἐπίρρ. -λως Λουκ. Γυμν. 24.
|lstext='''ἀναμφίβολος''': -ον, ὁ μὴ [[ἀμφίβολος]], [[βέβαιος]], [[θετικός]], [[νίκη]] Διον. Ἁλ. 3. 57. - Ἐπίρρ. -λως Λουκ. Γυμν. 24.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non douteux, non contestable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀμφιβάλλω]].
}}
}}