Anonymous

ἀμφικυκλόομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφικυκλόομαι''': Μέσ. περικυκλῶ, ἀμφὶ δὲ κυκλοῦντο ... νῆσον (ἐν τμήσει) Αἰσχύλ. Πέρσ. 458. -Τὸ ἐνεργ. εὕρηται παρὰ Βυζ.
|lstext='''ἀμφικυκλόομαι''': Μέσ. περικυκλῶ, ἀμφὶ δὲ κυκλοῦντο ... νῆσον (ἐν τμήσει) Αἰσχύλ. Πέρσ. 458. -Τὸ ἐνεργ. εὕρηται παρὰ Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />encercler, entourer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], κυκλόομαι.
}}
}}