Anonymous

ἀκήρατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκήρᾰτος''': -ον, ([[κεράννυμι]]) ὡς τὸ [[ἀκέραιος]], [[ἀμιγής]], [[ἀμόλυντος]], [[ἀμίαντος]], [[καθαρός]], [[κυρίως]] ἐπὶ ὑγρῶν, [[ὕδωρ]], Ἰλ. Ω. 303· ποτόν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 614· [[χεῦμα]], [[ὄμβρος]], Σοφ. Ο. Κ. 471, 690· ἀκ. [[χρυσός]], [[καθαρός]], Ἡρόδ. 7. 10, 1. Σιμων. 64· πρβλ. Πλάτ. Πολ. 503Α, Πολιτικ. 303Ε. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνέγγικτος, [[ἀκέραιος]], [[ὁλόκληρος]], Λατ. integer· [[οἶκος]] καὶ [[κλῆρος]], κτήματα, Ἰλ. Ο. 498, Ὀδ. Ρ. 532· [[σκάφος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 661· ἁνίαι = ἰσχυραὶ ἡνίαι, Πινδ. Π. 5.43· ἀκ. [[κόμη]], [[ἀκούρευτος]], Εὐρ. Ἴων 1266· ἀκ. [[λειμών]], μὴ θερισμένος, ὁ αὐτ. Ἱππ. 73· ἀκ. [[φιλία]], [[κόσμος]], Ξεν. Ἱερ. 3.4., Κύρ. 8. 7, 22· [[ἐπιστήμη]], ἤθη, Πλάτ. Φαῖδρ. 247D., Νόμ. 735C· ἀκ. φάρμακα, ἐπῳδαὶ ἔχουσαι ἅπασαν αὑτῶν τὴν δύναμιν, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 157: - ἐν Ἡρόδ. 4, 152., τὸ [[ἐμπόριον]] τοῦτο ἦν ἀκ. τοῦτον τὸν χρόνον, δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ἢ ὡς = ἄθικτον, ὃ δὲν ἐπεσκέφθη τις ἔτι, «ἀσύχναστον», ἢ ὡς = ἐν πλήρει ἐνεργείᾳ καὶ ἀκμῇ. 2) ἐπὶ προσώπ., Λατ. integer, [[παρθένος]] ἀκ., [[ἀμίαντος]], Εὐρ. Τρῳ. 670· [[οὕτως]], ἀκ. [[λέχος]], Εὐρ. Ὀρ. 575· καὶ [[μετὰ]] δοτ. [[ἀκήρατος]] ἄλγεσι, τύχαις, = [[ἄθικτος]] ὑπὸ θλίψεων, δυστυχιῶν κτλ., Εὐρ. Ἱππ. 1113, Ἡρ. Μαιν. 1314, τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] γεν., ἀκ. κακῶν, [[ἄνευ]] σκιᾶς κακοῦ, [[αὐτόθι]] 949 ἀκ. γάμων, Πλάτ. Νόμ. 840D· ἀκ. ὠδίνων, ἀπηλλαγμένος ὠδίνων (ἐπὶ τεκνογονίας), Ἀπολλ. Ρόδ. 1.974, κτλ., πρβλ. [[ἀκέραιος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀκραιφνής]].
|lstext='''ἀκήρᾰτος''': -ον, ([[κεράννυμι]]) ὡς τὸ [[ἀκέραιος]], [[ἀμιγής]], [[ἀμόλυντος]], [[ἀμίαντος]], [[καθαρός]], [[κυρίως]] ἐπὶ ὑγρῶν, [[ὕδωρ]], Ἰλ. Ω. 303· ποτόν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 614· [[χεῦμα]], [[ὄμβρος]], Σοφ. Ο. Κ. 471, 690· ἀκ. [[χρυσός]], [[καθαρός]], Ἡρόδ. 7. 10, 1. Σιμων. 64· πρβλ. Πλάτ. Πολ. 503Α, Πολιτικ. 303Ε. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνέγγικτος, [[ἀκέραιος]], [[ὁλόκληρος]], Λατ. integer· [[οἶκος]] καὶ [[κλῆρος]], κτήματα, Ἰλ. Ο. 498, Ὀδ. Ρ. 532· [[σκάφος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 661· ἁνίαι = ἰσχυραὶ ἡνίαι, Πινδ. Π. 5.43· ἀκ. [[κόμη]], [[ἀκούρευτος]], Εὐρ. Ἴων 1266· ἀκ. [[λειμών]], μὴ θερισμένος, ὁ αὐτ. Ἱππ. 73· ἀκ. [[φιλία]], [[κόσμος]], Ξεν. Ἱερ. 3.4., Κύρ. 8. 7, 22· [[ἐπιστήμη]], ἤθη, Πλάτ. Φαῖδρ. 247D., Νόμ. 735C· ἀκ. φάρμακα, ἐπῳδαὶ ἔχουσαι ἅπασαν αὑτῶν τὴν δύναμιν, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 157: - ἐν Ἡρόδ. 4, 152., τὸ [[ἐμπόριον]] τοῦτο ἦν ἀκ. τοῦτον τὸν χρόνον, δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ἢ ὡς = ἄθικτον, ὃ δὲν ἐπεσκέφθη τις ἔτι, «ἀσύχναστον», ἢ ὡς = ἐν πλήρει ἐνεργείᾳ καὶ ἀκμῇ. 2) ἐπὶ προσώπ., Λατ. integer, [[παρθένος]] ἀκ., [[ἀμίαντος]], Εὐρ. Τρῳ. 670· [[οὕτως]], ἀκ. [[λέχος]], Εὐρ. Ὀρ. 575· καὶ [[μετὰ]] δοτ. [[ἀκήρατος]] ἄλγεσι, τύχαις, = [[ἄθικτος]] ὑπὸ θλίψεων, δυστυχιῶν κτλ., Εὐρ. Ἱππ. 1113, Ἡρ. Μαιν. 1314, τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] γεν., ἀκ. κακῶν, [[ἄνευ]] σκιᾶς κακοῦ, [[αὐτόθι]] 949 ἀκ. γάμων, Πλάτ. Νόμ. 840D· ἀκ. ὠδίνων, ἀπηλλαγμένος ὠδίνων (ἐπὶ τεκνογονίας), Ἀπολλ. Ρόδ. 1.974, κτλ., πρβλ. [[ἀκέραιος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀκραιφνής]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non mêlé, sans alliage, pur;<br /><b>2</b> non entamé, non endommagé, entier, intact : [[ἀκήρατος]] ἄλγεσι EUR qui ne connaît pas le malheur, la souffrance.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κεράννυμι]].
}}
}}