Anonymous

ἀνάμεστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάμεστος''': η (;), ον, [[πλήρης]], «γεμᾶτος», σφυράδων πολλῶν ἀναμέστη (κατὰ Δινδόρφιον ἀνάμεστοι) Εὔπολ. ἐν «Αἰξί» 16, ― ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον [[ἀνάμεστος]] Δημ. 779. 25.
|lstext='''ἀνάμεστος''': η (;), ον, [[πλήρης]], «γεμᾶτος», σφυράδων πολλῶν ἀναμέστη (κατὰ Δινδόρφιον ἀνάμεστοι) Εὔπολ. ἐν «Αἰξί» 16, ― ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον [[ἀνάμεστος]] Δημ. 779. 25.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />rempli de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], μέστος.
}}
}}