Anonymous

ἀνανδρία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνανδρία''': (ἐν τοῖς χειρογρ. [[ἐνίοτε]] ἐσφαλμ. -εία καὶ Ἰων. -ηΐη) ἡ, [[ἔλλειψις]] ἀνδρότητος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290, Εὐρ. Μήδ. 466, Πλάτ., κτλ. 2) ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀνάνδρου, [[δειλία]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 755, Εὐρ. Ὀρ. 1031, Θουκ. 1. 82, Ἀνδοκ. 8. 22, κτλ.· ἀνανδρίᾳ χερῶν Εὐρ. Ἱκ. 314. ΙΙ. ἡ [[κατάστασις]] τῆς ἀνυπάνδρου γυναικός, αἱ δὲ ἀνανδρίαν ἀντὶ τοιούτων ἑλόμεναι γάμων Πλούτ. 2. 302F.
|lstext='''ἀνανδρία''': (ἐν τοῖς χειρογρ. [[ἐνίοτε]] ἐσφαλμ. -εία καὶ Ἰων. -ηΐη) ἡ, [[ἔλλειψις]] ἀνδρότητος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290, Εὐρ. Μήδ. 466, Πλάτ., κτλ. 2) ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀνάνδρου, [[δειλία]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 755, Εὐρ. Ὀρ. 1031, Θουκ. 1. 82, Ἀνδοκ. 8. 22, κτλ.· ἀνανδρίᾳ χερῶν Εὐρ. Ἱκ. 314. ΙΙ. ἡ [[κατάστασις]] τῆς ἀνυπάνδρου γυναικός, αἱ δὲ ἀνανδρίαν ἀντὶ τοιούτων ἑλόμεναι γάμων Πλούτ. 2. 302F.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> manque de virilité ; mollesse, lâcheté;<br /><b>2</b> célibat des femmes.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνανδρος]].
}}
}}