Anonymous

ἀνάδεσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάδεσις''': -εως, ἡ, ἡ [[πρᾶξις]] τοῦ ἀναδεῖσθαι, δηλ. τοῦ περιδένειν, στεφάνων Πλουτ. Σερτώρ. 22. 2) τὸ συσσωρεύειν καὶ δένειν πρὸς τὰ ἄνω, [[κόμης]] Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 33.
|lstext='''ἀνάδεσις''': -εως, ἡ, ἡ [[πρᾶξις]] τοῦ ἀναδεῖσθαι, δηλ. τοῦ περιδένειν, στεφάνων Πλουτ. Σερτώρ. 22. 2) τὸ συσσωρεύειν καὶ δένειν πρὸς τὰ ἄνω, [[κόμης]] Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 33.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’attacher sur;<br /><b>2</b> action d’attacher en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναδέω]].
}}
}}