Anonymous

ἄνανδρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνανδρος''': -ον, ([[ἀνήρ]]). Ι. = [[ἄνευ]] ἀνδρός, δηλ. συζύγου, ἐπὶ ἀγάμων γυναικῶν καὶ ἐπὶ χηρῶν, Τραγ., π. χ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 287, Πέρσ. 289, Σοφ. Ο. Τ. 1506 κτλ. καὶ παρὰ πεζοῖς ὡς Ἱππ. 592, 18, Πλάτ. Νόμ. 930C. 2) = [[ἄνευ]] ἀνδρῶν· χρήματα ἄνανδρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 166· [[πόλις]] Σοφ. Ο. Κ. 939· ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου ([[πρόληψις]], = [[ὥστε]] [[εἶναι]] ἄνανδρον) Αἰσχύλ. Πέρσ. 298. ΙΙ. ὁ μὴ [[ἀνδρεῖος]], [[δειλός]], Ἡρόδ. 4. 142, Πλάτ. Γοργ. 522E, καὶ ἀλλ.· τὸ ἄνανδρον = ἡ [[ἀνανδρία]], Θουκ. 3. 82. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀνάρμοστος]] εἰς ἄνδρα, [[δίαιτα]] Πλάτ. Φαῖρδ. 239D. 3) Ἐπίρρ. ἀνάνδρως, ἀντίθ. τῷ ἀνδρικῶς, Ἀντιφῶν 116. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 177B.
|lstext='''ἄνανδρος''': -ον, ([[ἀνήρ]]). Ι. = [[ἄνευ]] ἀνδρός, δηλ. συζύγου, ἐπὶ ἀγάμων γυναικῶν καὶ ἐπὶ χηρῶν, Τραγ., π. χ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 287, Πέρσ. 289, Σοφ. Ο. Τ. 1506 κτλ. καὶ παρὰ πεζοῖς ὡς Ἱππ. 592, 18, Πλάτ. Νόμ. 930C. 2) = [[ἄνευ]] ἀνδρῶν· χρήματα ἄνανδρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 166· [[πόλις]] Σοφ. Ο. Κ. 939· ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου ([[πρόληψις]], = [[ὥστε]] [[εἶναι]] ἄνανδρον) Αἰσχύλ. Πέρσ. 298. ΙΙ. ὁ μὴ [[ἀνδρεῖος]], [[δειλός]], Ἡρόδ. 4. 142, Πλάτ. Γοργ. 522E, καὶ ἀλλ.· τὸ ἄνανδρον = ἡ [[ἀνανδρία]], Θουκ. 3. 82. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀνάρμοστος]] εἰς ἄνδρα, [[δίαιτα]] Πλάτ. Φαῖρδ. 239D. 3) Ἐπίρρ. ἀνάνδρως, ἀντίθ. τῷ ἀνδρικῶς, Ἀντιφῶν 116. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 177B.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> non viril, mou, lâche ; τὸ ἄνανδρον THC la lâcheté ; indigne d’un homme;<br /><b>II.</b> <i>au fém.</i> sans mari, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> qui n’a pas encore d’époux;<br /><b>2</b> qui n’a plus d’époux, veuve;<br /><b>3</b> qui vit sans époux;<br /><b>III.</b> sans hommes, dépourvu d’hommes : ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου [[θανών]] ESCHL par sa mort, il laissa son poste vide, <i>litt.</i> sans homme.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀνήρ]].<br /><i><b>Syn. II.</b></i> [[χήρα]].
}}
}}