Anonymous

ἁμαξουργός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμαξουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) = [[ἁμαξοπηγός]], ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν, ὁμιλεῖν τὴν χυδαίαν γλῶσσαν τῶν ἁμαξουργῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 464.
|lstext='''ἁμαξουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) = [[ἁμαξοπηγός]], ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν, ὁμιλεῖν τὴν χυδαίαν γλῶσσαν τῶν ἁμαξουργῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 464.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />charron.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμαξα]], [[ἔργον]].
}}
}}