Anonymous

ἀνάρριψις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάρριψις''': -εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ ἄνω [[ῥῖψις]], ἐπὶ ἡφαιστείου, πετρῶν καὶ φλεγμονῶν ὑπὸ πνεύματος ἀναρρίψεις Πλουτ. 2. 398Ε, πρβλ. [[αὐτόθι]] 951C.
|lstext='''ἀνάρριψις''': -εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ ἄνω [[ῥῖψις]], ἐπὶ ἡφαιστείου, πετρῶν καὶ φλεγμονῶν ὑπὸ πνεύματος ἀναρρίψεις Πλουτ. 2. 398Ε, πρβλ. [[αὐτόθι]] 951C.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de jeter en l’air.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναρρίπτω]].
}}
}}