Anonymous

ἀνάμβατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάμβᾰτος''': -ον, ἐπὶ ἵππου μὴ ἔχοντος ἱππέα, τούτους οὖν (τοὺς ἵππους) εἰ μὲν ἐάσωμεν ἀναμβάτους, [[ἄνευ]] ἀναβάτου, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 46. ― Ἐν τοῖς λεξικοῖς προστίθεται καὶ ἡ [[σημασία]], «ὁ μὴ ἀμβατός, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, [[ἀδάμαστος]]», ἀλλ’ [[ἄνευ]] μαρτυρίας.
|lstext='''ἀνάμβᾰτος''': -ον, ἐπὶ ἵππου μὴ ἔχοντος ἱππέα, τούτους οὖν (τοὺς ἵππους) εἰ μὲν ἐάσωμεν ἀναμβάτους, [[ἄνευ]] ἀναβάτου, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 46. ― Ἐν τοῖς λεξικοῖς προστίθεται καὶ ἡ [[σημασία]], «ὁ μὴ ἀμβατός, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, [[ἀδάμαστος]]», ἀλλ’ [[ἄνευ]] μαρτυρίας.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut monter (cheval).<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀναβαίνω]].
}}
}}