Anonymous

ἀμφιπέλομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιπέλομαι''': ἀποθ. [[ὑπάρχω]], εἰμί, ἢ περιηχῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ἥτις ἀκουόντεσσι μεωτάτη ἀμφιπέληται Ὀδ. Α. 352.
|lstext='''ἀμφιπέλομαι''': ἀποθ. [[ὑπάρχω]], εἰμί, ἢ περιηχῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ἥτις ἀκουόντεσσι μεωτάτη ἀμφιπέληται Ὀδ. Α. 352.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />se trouver <i>ou</i> flotter autour de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[πέλομαι]].
}}
}}