3,273,006
edits
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναφλεγμαίνω''': μέλλ. -φλεγμᾰνῶ, φλογίζομαι, ἀνεφλέγμηνε γὰρ αὐτῆς (τῆς Κλεοπάτρας) τὰ στέρνα τυπτομένης καὶ καθήλκωτο Πλουτ. Ἀντ. 82. | |lstext='''ἀναφλεγμαίνω''': μέλλ. -φλεγμᾰνῶ, φλογίζομαι, ἀνεφλέγμηνε γὰρ αὐτῆς (τῆς Κλεοπάτρας) τὰ στέρνα τυπτομένης καὶ καθήλκωτο Πλουτ. Ἀντ. 82. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἀνεφλέγμηνα;<br />s’enflammer, être enflammé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[φλεγμαίνω]]. | |||
}} | }} |