Anonymous

ἀναφλεγμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναφλεγμαίνω''': μέλλ. -φλεγμᾰνῶ, φλογίζομαι, ἀνεφλέγμηνε γὰρ αὐτῆς (τῆς Κλεοπάτρας) τὰ στέρνα τυπτομένης καὶ καθήλκωτο Πλουτ. Ἀντ. 82.
|lstext='''ἀναφλεγμαίνω''': μέλλ. -φλεγμᾰνῶ, φλογίζομαι, ἀνεφλέγμηνε γὰρ αὐτῆς (τῆς Κλεοπάτρας) τὰ στέρνα τυπτομένης καὶ καθήλκωτο Πλουτ. Ἀντ. 82.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀνεφλέγμηνα;<br />s’enflammer, être enflammé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[φλεγμαίνω]].
}}
}}