Anonymous

ἀναχώννυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναχώννυμι''': μέλλ. -χώσω, [[ἐπισωρεύω]] [[χῶμα]] καὶ [[σχηματίζω]] λόφον, [[θάπτω]], [[καλύπτω]] διὰ σωροῦ χώματος, τήνδ’ ἀνέχωσε κόνιν Ἀνθ. Π. 7. 537· ἐν τῷ παθ., πιθ. γραφ. ἐν Θουκ. 2. 102· ἀντὶ ἂν κεχῶσθαι· - καὶ τὴν ὁδὸν ἀνακεχωκότες, ἀνυψώσαντες δι’ ἐπιχύσεως χωμάτων, Δημ. 1279. 20· δύο τάφους ἀναχώσαντες Λουκ. Τόξ. 43.
|lstext='''ἀναχώννυμι''': μέλλ. -χώσω, [[ἐπισωρεύω]] [[χῶμα]] καὶ [[σχηματίζω]] λόφον, [[θάπτω]], [[καλύπτω]] διὰ σωροῦ χώματος, τήνδ’ ἀνέχωσε κόνιν Ἀνθ. Π. 7. 537· ἐν τῷ παθ., πιθ. γραφ. ἐν Θουκ. 2. 102· ἀντὶ ἂν κεχῶσθαι· - καὶ τὴν ὁδὸν ἀνακεχωκότες, ἀνυψώσαντες δι’ ἐπιχύσεως χωμάτων, Δημ. 1279. 20· δύο τάφους ἀναχώσαντες Λουκ. Τόξ. 43.
}}
{{bailly
|btext=relever par un terrassement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χώννυμι]].
}}
}}