Anonymous

ἀναπειράομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπειράομαι''': ἀποθ., (ἴδε [[πειράω]]): [[δοκιμάζω]] ἢ ἐπιχειρῶ ἐκ νέου, ἐν γένει ποιῶ δοκιμήν, ἀπόπειραν, Πολύβ. 26. 7, 9· ἀναπειρᾶσθαι ναῦν, [[κάμνω]] δοκιμὴν νέου πλοίου, τὸ [[ἐξετάζω]], [[δοκιμάζω]] αὐτό, Δημ. 1229. 19. ΙΙ. ὡς στρατιωτικὸς καὶ ναυτικὸς ὅρος, [[ἐπαναλαμβάνω]] ἢ ἐξακολουθῶ τὰς ἀσκήσεις τὰς ὁποίας ἤρχισα, Ἡρόδ. 6.12, [[ἁπλῶς]], ἐξασκοῦμαι, Θουκ. 7.7., 12. 51.
|lstext='''ἀναπειράομαι''': ἀποθ., (ἴδε [[πειράω]]): [[δοκιμάζω]] ἢ ἐπιχειρῶ ἐκ νέου, ἐν γένει ποιῶ δοκιμήν, ἀπόπειραν, Πολύβ. 26. 7, 9· ἀναπειρᾶσθαι ναῦν, [[κάμνω]] δοκιμὴν νέου πλοίου, τὸ [[ἐξετάζω]], [[δοκιμάζω]] αὐτό, Δημ. 1229. 19. ΙΙ. ὡς στρατιωτικὸς καὶ ναυτικὸς ὅρος, [[ἐπαναλαμβάνω]] ἢ ἐξακολουθῶ τὰς ἀσκήσεις τὰς ὁποίας ἤρχισα, Ἡρόδ. 6.12, [[ἁπλῶς]], ἐξασκοῦμαι, Θουκ. 7.7., 12. 51.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />recommencer <i>ou</i> continuer ses exercices, sa manœuvre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], πειράομαι.
}}
}}