Anonymous

ἀμφίκρανος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίκρανος''': -ον, = [[ἀμφικάρηνος]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1274. ΙΙ. ὁ περιβάλλων ἢ περιστρέων τὴν κεφαλήν, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 90, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ -κρηνος.
|lstext='''ἀμφίκρανος''': -ον, = [[ἀμφικάρηνος]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1274. ΙΙ. ὁ περιβάλλων ἢ περιστρέων τὴν κεφαλήν, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 90, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ -κρηνος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> hérissé de têtes tout autour <i>en parl. de l’hydre</i>;<br /><b>2</b> qui entoure <i>ou</i> couvre la tête.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[κρανίον]].
}}
}}