Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναφύρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναφύρω''': [ῡ], ἀναμιγνύω, [[συγχέω]], «ἀναφύρειν τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις» Θεμιστ. 260C: - Παθ., ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103. 2) [[μιαίνω]], μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος, κατάμαυρος ἀπὸ μαστιγώσεις καὶ βουτηγμένος εἰς τὸ [[αἷμα]], ὁ αὐτ. 3. 157, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 742.
|lstext='''ἀναφύρω''': [ῡ], ἀναμιγνύω, [[συγχέω]], «ἀναφύρειν τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις» Θεμιστ. 260C: - Παθ., ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103. 2) [[μιαίνω]], μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος, κατάμαυρος ἀπὸ μαστιγώσεις καὶ βουτηγμένος εἰς τὸ [[αἷμα]], ὁ αὐτ. 3. 157, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 742.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. Act. et part. pf. Pass.</i><br />mélanger, confondre ; <i>Pass.</i> être confondu pêle-mêle ; μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος HDT tout couvert de traces de coups de fouet et de sang.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[φύρω]].
}}
}}