Anonymous

ἀνδρόμεος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρόμεος''': -α, -ον, ([[ἀνήρ]]) [[ἀνθρώπινος]], κρέα, [[αἷμα]], χρὼς ἀνδρ. Ὀδ. Ι. 297, Χ. 19, Ἰλ. Ν. 20. 100· ψωμοὶ τ’ ἀνδρόμεοι, τεμάχια ἀνθρωπίνων [[κρεῶν]], Ὀδ. Ι. 374· ὅμιλον ἀνδρόμεον, ὅμιλ. ἐξ ἀνδρῶν, Ἰλ. Α. 538· ἀνδρ. [[κεφαλή]] Ἐμπεδ. 392.· [[αὐδή]], ἐνοπὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 258, Δ. 581.
|lstext='''ἀνδρόμεος''': -α, -ον, ([[ἀνήρ]]) [[ἀνθρώπινος]], κρέα, [[αἷμα]], χρὼς ἀνδρ. Ὀδ. Ι. 297, Χ. 19, Ἰλ. Ν. 20. 100· ψωμοὶ τ’ ἀνδρόμεοι, τεμάχια ἀνθρωπίνων [[κρεῶν]], Ὀδ. Ι. 374· ὅμιλον ἀνδρόμεον, ὅμιλ. ἐξ ἀνδρῶν, Ἰλ. Α. 538· ἀνδρ. [[κεφαλή]] Ἐμπεδ. 392.· [[αὐδή]], ἐνοπὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 258, Δ. 581.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />d’homme, humain ; [[ὅμιλος]] [[ἀνδρόμεος]] IL foule d’hommes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]].
}}
}}