3,274,313
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεμοτρεφής''': -ές, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου τρεφόμενος, αὔξησιν λαμβάνων, [[κῦμα]]... ἀνεμοτρεφὲς Ἰλ. Ο. 625· ἔχων ἀνεμοτρεφὲς [[ἔγχος]], «[[ἤτοι]] κοῦφον, καὶ εὐκίνητον» (Σχολ.), κατὰ δὲ Εὐστάθ. «τὸ ὑπ’ ἀνέμων στερεωθέν ὅτ’ ἦν [[δένδρον]]... [[Σιμωνίδης]] δὲ ‘ἀεμοτρεφέας πύλας’ τὰς εὐτόνους λέγει» (623, 50. 843, 1. 1034, 1), Ἰλ. Λ. 256 (ἄλλ’ γραφ. ἀνεμοτρεπὲς ἢ -στρεφὲς = στρεφόμενον ἢ σειόμενον ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, ἴδε Spitzn.)· πρβλ. Φιλόστρ. 814. - Ὁ [[τύπος]] -τραφὴς εὕρηται παρ’ Εὐστ. 1095. 12. | |lstext='''ἀνεμοτρεφής''': -ές, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου τρεφόμενος, αὔξησιν λαμβάνων, [[κῦμα]]... ἀνεμοτρεφὲς Ἰλ. Ο. 625· ἔχων ἀνεμοτρεφὲς [[ἔγχος]], «[[ἤτοι]] κοῦφον, καὶ εὐκίνητον» (Σχολ.), κατὰ δὲ Εὐστάθ. «τὸ ὑπ’ ἀνέμων στερεωθέν ὅτ’ ἦν [[δένδρον]]... [[Σιμωνίδης]] δὲ ‘ἀεμοτρεφέας πύλας’ τὰς εὐτόνους λέγει» (623, 50. 843, 1. 1034, 1), Ἰλ. Λ. 256 (ἄλλ’ γραφ. ἀνεμοτρεπὲς ἢ -στρεφὲς = στρεφόμενον ἢ σειόμενον ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, ἴδε Spitzn.)· πρβλ. Φιλόστρ. 814. - Ὁ [[τύπος]] -τραφὴς εὕρηται παρ’ Εὐστ. 1095. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> soulevé <i>ou</i> grossi par le vent;<br /><b>2</b> aguerri par le vent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνεμος]], [[τρέφω]]. | |||
}} | }} |