Anonymous

ἀνεθέλητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεθέλητος''': -ον, ὃν δὲν θέλει τις, [[ἀβούλητος]], [[ἀπροαίρετος]], [[ἀπευκταῖος]], ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Ἡρόδ. 7. 88· ἀν. γίνεταί τι [[αὐτόθι]] 133: πρβλ. [[ἀναγκαῖος]]· [[ἀκούσιος]], Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -τως ἀντιθέτως πρὸς τὸ θελητῶς, Κύριλλ. ΙΙ. [[ἄνευ]] θελήσεως, «ἀνεθέλητον πάντῃ καὶ ἀνενέργητον τὸν Χριστὸν ὑπογράφειν» Πρακτ. Λατεραν. Συνόδ. τόμ. 3, στηλ. 717. 14, 724. 38, 700. 42. - «οὐ γὰρ γέγονέ ποτε [[ἄνθρωπος]] [[ἀνεθέλητος]]» Ἰω. Δαμασκ. τόμ. 1, σ. 546Α.
|lstext='''ἀνεθέλητος''': -ον, ὃν δὲν θέλει τις, [[ἀβούλητος]], [[ἀπροαίρετος]], [[ἀπευκταῖος]], ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Ἡρόδ. 7. 88· ἀν. γίνεταί τι [[αὐτόθι]] 133: πρβλ. [[ἀναγκαῖος]]· [[ἀκούσιος]], Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -τως ἀντιθέτως πρὸς τὸ θελητῶς, Κύριλλ. ΙΙ. [[ἄνευ]] θελήσεως, «ἀνεθέλητον πάντῃ καὶ ἀνενέργητον τὸν Χριστὸν ὑπογράφειν» Πρακτ. Λατεραν. Συνόδ. τόμ. 3, στηλ. 717. 14, 724. 38, 700. 42. - «οὐ γὰρ γέγονέ ποτε [[ἄνθρωπος]] [[ἀνεθέλητος]]» Ἰω. Δαμασκ. τόμ. 1, σ. 546Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non voulu, qu’on supporte avec peine.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐθέλω]].
}}
}}