3,243,582
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνέργαστος''': -ον, ὁ μὴ ἐπεξειργασμένος, [[ἀκατέργαστος]], [[ἀτελής]], Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 3· [[λίθος]] ἀν., μὴ κατειργασμένος, Διόδ. 14. 18· γῆ ἀν., μὴ γεωργηθεῖσα, Λουκ. Προμ. 11· [[σῖτος]] ἀν., [[ὠμός]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 10, 2: - ἐπὶ ζητήματός τινος ἢ θέματος, ὁ μὴ συζητηθεὶς ἢ ἐξετασθεὶς [[καλῶς]], Πολύβ. 10. 43, 1. | |lstext='''ἀνέργαστος''': -ον, ὁ μὴ ἐπεξειργασμένος, [[ἀκατέργαστος]], [[ἀτελής]], Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 3· [[λίθος]] ἀν., μὴ κατειργασμένος, Διόδ. 14. 18· γῆ ἀν., μὴ γεωργηθεῖσα, Λουκ. Προμ. 11· [[σῖτος]] ἀν., [[ὠμός]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 10, 2: - ἐπὶ ζητήματός τινος ἢ θέματος, ὁ μὴ συζητηθεὶς ἢ ἐξετασθεὶς [[καλῶς]], Πολύβ. 10. 43, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non travaillé ; brut, informe, imparfait;<br /><b>2</b> non travaillé de main d’homme;<br /><b>3</b> non traité (sujet de travail).<br />'''Étymologie:''' ἀ, ἐργάζω. | |||
}} | }} |