3,277,114
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδροδάϊκτος''': -ον, ([[δαΐζω]]) ὁ τοὺς ἄνδρας φονεύων, [[φονικός]], πειραὶ (κατ’ ἄλλους πεῖραι) κοπάνων ἀνδροδαΐκτων Αἰσχύλ. Χο. 860· περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131 (ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1264) «τί ποτ’ ἀνδροδάϊκτον ἀκούων ἰήκοπον (ἢ ἰὴ κόπον) οὐ πελάθεις ἐπ’ ἀρωγάν; ἴδε Ἑρμάνν. Πονημ. 5. 138· πρβλ. [[ἰήκοπος]]. | |lstext='''ἀνδροδάϊκτος''': -ον, ([[δαΐζω]]) ὁ τοὺς ἄνδρας φονεύων, [[φονικός]], πειραὶ (κατ’ ἄλλους πεῖραι) κοπάνων ἀνδροδαΐκτων Αἰσχύλ. Χο. 860· περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131 (ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1264) «τί ποτ’ ἀνδροδάϊκτον ἀκούων ἰήκοπον (ἢ ἰὴ κόπον) οὐ πελάθεις ἐπ’ ἀρωγάν; ἴδε Ἑρμάνν. Πονημ. 5. 138· πρβλ. [[ἰήκοπος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />homicide, meurtrier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[δαΐζω]]. | |||
}} | }} |