Anonymous

ἀναψυχή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναψῠχή''': ἡ, τὸ δρόσισμα, Πλάτ. Νόμ. 919Α. 2) [[ἀπαλλαγή]], [[ἀνακούφισις]], [[ἄνεσις]], Πλάτ. Συμπ. 176Α· κακῶν Εὐρ. Ἱκ. 615· πόνων ὁ αὐτ. Ἴων 1604. 3) [[ἀναπνοή]], τὰ οὐ τυγχάνοντα ἀναψυχῆς σήπει Πλάτ. Τίμ. 84D, Ἀθήν. 24Ε.
|lstext='''ἀναψῠχή''': ἡ, τὸ δρόσισμα, Πλάτ. Νόμ. 919Α. 2) [[ἀπαλλαγή]], [[ἀνακούφισις]], [[ἄνεσις]], Πλάτ. Συμπ. 176Α· κακῶν Εὐρ. Ἱκ. 615· πόνων ὁ αὐτ. Ἴων 1604. 3) [[ἀναπνοή]], τὰ οὐ τυγχάνοντα ἀναψυχῆς σήπει Πλάτ. Τίμ. 84D, Ἀθήν. 24Ε.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> rafraîchissement ; <i>fig.</i> soulagement;<br /><b>2</b> action de reprendre son souffle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναψύχω]].
}}
}}