Anonymous

ἀνετάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνετάζω''': ἀνερωτῶ, ἀνετάζοντες ἀλλήλους τὴν αἰτίαν Ἑβδ. (Σωσάνν. ἐν Δαν. ἐδάφ. 14). ΙΙ. [[ἐξετάζω]], [[ἀνακρίνω]], οἱ μέλλοντες αὐτὸν ἀνετάζειν Πράξ. Ἀποστ. κβ΄, 29, πρβλ. κθ΄.
|lstext='''ἀνετάζω''': ἀνερωτῶ, ἀνετάζοντες ἀλλήλους τὴν αἰτίαν Ἑβδ. (Σωσάνν. ἐν Δαν. ἐδάφ. 14). ΙΙ. [[ἐξετάζω]], [[ἀνακρίνω]], οἱ μέλλοντες αὐτὸν ἀνετάζειν Πράξ. Ἀποστ. κβ΄, 29, πρβλ. κθ΄.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> chercher à savoir ; τινά [[τι]] demander qch à qqn;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> questionner, acc. ; mettre à la question.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἐτάζω]].
}}
}}