3,276,318
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεύθῡνος''': -ον, ὁ μὴ [[ὑπεύθυνος]], μὴ ἔχων νὰ δώσῃ λόγον, ἀντίθ. τῷ [[ὑπεύθυνος]]: ― τῇ [μουναρχίῃ] [[ἔξεστι]] ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται; Ἡρόδ. 3. 80, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2,9, 26˙ ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν Θουκ. 3. 43. 2) ὁ μὴ [[ἔνοχος]], [[ἀθῷος]], καθ’ ὅσον ὁ [[τοιοῦτος]] δὲν ὑπόκειται εἰς δίκην, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 22˙ [[μετὰ]] γεν., ἀνεύθ. ἁμαρτήματος, μὴ [[ἔνοχος]], Λουκ. Νιγρ. 9. ― Ἐπίρρ. -νως [[Πολυδ]]. Γ΄, 139. ― Παρ’ Ἀττ. τὸ [[ἀνυπεύθυνος]] ἦτο κοινότερον. | |lstext='''ἀνεύθῡνος''': -ον, ὁ μὴ [[ὑπεύθυνος]], μὴ ἔχων νὰ δώσῃ λόγον, ἀντίθ. τῷ [[ὑπεύθυνος]]: ― τῇ [μουναρχίῃ] [[ἔξεστι]] ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται; Ἡρόδ. 3. 80, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2,9, 26˙ ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν Θουκ. 3. 43. 2) ὁ μὴ [[ἔνοχος]], [[ἀθῷος]], καθ’ ὅσον ὁ [[τοιοῦτος]] δὲν ὑπόκειται εἰς δίκην, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 22˙ [[μετὰ]] γεν., ἀνεύθ. ἁμαρτήματος, μὴ [[ἔνοχος]], Λουκ. Νιγρ. 9. ― Ἐπίρρ. -νως [[Πολυδ]]. Γ΄, 139. ― Παρ’ Ἀττ. τὸ [[ἀνυπεύθυνος]] ἦτο κοινότερον. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne rend pas de comptes ; irresponsable;<br /><b>2</b> qui n’a pas à se justifier, innocent de, gén..<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[εὔθυνος]]. | |||
}} | }} |