Anonymous

ἀνάρμενος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάρμενος''': -ον, (ἄρω) ὁ μὴ κατηρτισμένος, μὴ ἐξηρτυμένος, [[ἀπαράσκευος]], «[[ἀνάρμενος]] ἂν παραβάλλῃ πλώειν, τὴν κώπην μηκέτ’ ἔχων ἐρέτου» [[Αὐτομέδων]] ἐν Ἀνθ. Π. 11. 29.
|lstext='''ἀνάρμενος''': -ον, (ἄρω) ὁ μὴ κατηρτισμένος, μὴ ἐξηρτυμένος, [[ἀπαράσκευος]], «[[ἀνάρμενος]] ἂν παραβάλλῃ πλώειν, τὴν κώπην μηκέτ’ ἔχων ἐρέτου» [[Αὐτομέδων]] ἐν Ἀνθ. Π. 11. 29.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non équipé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἄρμενος]].
}}
}}