Anonymous

ἀνδρίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρίζω''': μέλλ. -ίσω = καθιστῶ τινα ἀνδρικόν, σκληραγωγῶ, τοὺς δὲ τῇ ἐπιμελείᾳ γεωργοῦντας ἀνδρίζει Ξεν. Οἰκ. 5, 4. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. καὶ μέσ. = ἀνδροῦμαι, καθίσταμαι [[ἀνήρ]], [[ἔρχομαι]] εἰς ἡλικίαν ἀνδρός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 653. 2) φέρομαι ὡς [[ἀνήρ]], [[πράττω]] τὰ τοῦ ἀνδρός, ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ καὶ ἀνδρίζῃ Πλάτ. Θεαίτ. 151D. - ἅμα δὲ καὶ ἀνδρίζονται ἐν οἷς ἐστιν ἀλκὴ Ἠθ. Νικ. 3. 6, 12. - ἐνδύομαι ὡς [[ἀνήρ]], «συγχωρεῖ δὲ ὁ [[κῶμος]] καὶ γυναικὶ ἀνδρίζεσθαι», δηλ. ἀνδρικὴν ἐνδύεσθαι στολήν, Φιλόστρ. 766, πρβλ. Λουκ. Ἀναχ. 15· ἀντίκειται τῷ βαλακεύω, [[μαλθακίζομαι]]. 3) ἐπὶ αἰσχρᾶς σαρκικῆς μίξεως συγγίγνομαί τινι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θηλύνομαι, ἠνδρίζετο καὶ ἐθηλύνετο καὶ ἔπραττε καὶ ἔπασχε Δίων Κ. 79. 5.
|lstext='''ἀνδρίζω''': μέλλ. -ίσω = καθιστῶ τινα ἀνδρικόν, σκληραγωγῶ, τοὺς δὲ τῇ ἐπιμελείᾳ γεωργοῦντας ἀνδρίζει Ξεν. Οἰκ. 5, 4. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. καὶ μέσ. = ἀνδροῦμαι, καθίσταμαι [[ἀνήρ]], [[ἔρχομαι]] εἰς ἡλικίαν ἀνδρός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 653. 2) φέρομαι ὡς [[ἀνήρ]], [[πράττω]] τὰ τοῦ ἀνδρός, ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ καὶ ἀνδρίζῃ Πλάτ. Θεαίτ. 151D. - ἅμα δὲ καὶ ἀνδρίζονται ἐν οἷς ἐστιν ἀλκὴ Ἠθ. Νικ. 3. 6, 12. - ἐνδύομαι ὡς [[ἀνήρ]], «συγχωρεῖ δὲ ὁ [[κῶμος]] καὶ γυναικὶ ἀνδρίζεσθαι», δηλ. ἀνδρικὴν ἐνδύεσθαι στολήν, Φιλόστρ. 766, πρβλ. Λουκ. Ἀναχ. 15· ἀντίκειται τῷ βαλακεύω, [[μαλθακίζομαι]]. 3) ἐπὶ αἰσχρᾶς σαρκικῆς μίξεως συγγίγνομαί τινι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θηλύνομαι, ἠνδρίζετο καὶ ἐθηλύνετο καὶ ἔπραττε καὶ ἔπασχε Δίων Κ. 79. 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />rendre fort comme un homme, fortifier;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνδρίζομαι <i>(seul. prés. et impf.)</i> agir en homme, virilement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]].
}}
}}