3,274,159
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεψιός''': ὁ πρῶτος [[ἐξάδελφος]] ἢ ἐν γένει [[ἐξάδελφος]], Ἰλ. Ι. 494. Ἡρόδ. 5. 30., 7. 82, Αἰσχύλ. Πρ. 856, κτλ., ἴδε ἰδίως Ἀνδοκ. 7, 20· ἀνεψ. πρὸς πατρὸς Ἰσαῖος 83. 8· ἐκ πατρὸς Θεόκρ. 22. 170: κωμικῶς, ἐγχέλεων ἀνεψιὸς Στράττις ἐν «Ποταμίοις» 3: πρβλ. θηλ. [[ἀνεψιά]]. 2) ὡς παρ’ ἡμῖν, [[ἀνεψιός]], Ἡρόδ. 7. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ Βυζαντ. δικαίῳ [[ἀνεψιός]], -ιά, ὡς παρ’ ἡμῖν, ἔχει δὲ συσχετικὸν τὸ [[θεῖος]], [[θεία]]. [Ὅταν ἡ λήγουσα ἐν τῇ κλίσει τῆς λέξεως ἐκτείνηται, ὁ [[Ὅμηρος]] ἐκτείνει καὶ τὴν παραλήγουσαν, ὡς π.χ. ἀνεψῑοῦ κταμένοιο Ἰλ. Ο. 554, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 3. 295]. Ἐκ ÖΝΕΠ [[ὁπόθεν]] καὶ τὸ [[νέποδες]], ὃ ἴδε: - πρβλ. Σανσκρ. naptar, napât (nepos), napti (neptis)· Ζενδ. naptar, napat, θηλ. napti καὶ napta (οἰκογένεια), Λατ. nepos, neptis. Γοτθ. nithjîs, θηλ. nithjô ([[συγγενής]]), Παλαιο-Σκανδ. nefi (nepos) nipt ([[ἀδελφή]]), Ἀγγλο-Σαξ, nefa, Παλ. Ὑψ. Γερμ. nefo, niftila: - Τὸ α ἐν τῷ ἀνεψιὸς φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἀθροιστ., οἱονεὶ con-nepos, M. Müller ἐν τοῖς Oxf. Essays 1856, σ. 21). | |lstext='''ἀνεψιός''': ὁ πρῶτος [[ἐξάδελφος]] ἢ ἐν γένει [[ἐξάδελφος]], Ἰλ. Ι. 494. Ἡρόδ. 5. 30., 7. 82, Αἰσχύλ. Πρ. 856, κτλ., ἴδε ἰδίως Ἀνδοκ. 7, 20· ἀνεψ. πρὸς πατρὸς Ἰσαῖος 83. 8· ἐκ πατρὸς Θεόκρ. 22. 170: κωμικῶς, ἐγχέλεων ἀνεψιὸς Στράττις ἐν «Ποταμίοις» 3: πρβλ. θηλ. [[ἀνεψιά]]. 2) ὡς παρ’ ἡμῖν, [[ἀνεψιός]], Ἡρόδ. 7. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ Βυζαντ. δικαίῳ [[ἀνεψιός]], -ιά, ὡς παρ’ ἡμῖν, ἔχει δὲ συσχετικὸν τὸ [[θεῖος]], [[θεία]]. [Ὅταν ἡ λήγουσα ἐν τῇ κλίσει τῆς λέξεως ἐκτείνηται, ὁ [[Ὅμηρος]] ἐκτείνει καὶ τὴν παραλήγουσαν, ὡς π.χ. ἀνεψῑοῦ κταμένοιο Ἰλ. Ο. 554, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 3. 295]. Ἐκ ÖΝΕΠ [[ὁπόθεν]] καὶ τὸ [[νέποδες]], ὃ ἴδε: - πρβλ. Σανσκρ. naptar, napât (nepos), napti (neptis)· Ζενδ. naptar, napat, θηλ. napti καὶ napta (οἰκογένεια), Λατ. nepos, neptis. Γοτθ. nithjîs, θηλ. nithjô ([[συγγενής]]), Παλαιο-Σκανδ. nefi (nepos) nipt ([[ἀδελφή]]), Ἀγγλο-Σαξ, nefa, Παλ. Ὑψ. Γερμ. nefo, niftila: - Τὸ α ἐν τῷ ἀνεψιὸς φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἀθροιστ., οἱονεὶ con-nepos, M. Müller ἐν τοῖς Oxf. Essays 1856, σ. 21). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />cousin germain ; cousin.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀνέπτιος, ἀ- cop., νεπ- ; cf. <i>lat.</i> nepos. | |||
}} | }} |