3,274,313
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναφής''': -ες, (ἁφή) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐγγίσῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 2. 721C, κτλ.: - «[[ἀναφής]]· [[ἄψαυστος]], ὁ μὴ ψηλαφώμενος» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -φῶς Ἰάμβλ. κτλ. <br /><br />ΙΙ. ἐπὶ οἴνου, ὁ μὴ ἔχων γεῦσιν, [[ἀηδής]], [[ἀνούσιος]], [[ἄνοστος]], Πλούτ. 2. 650Β (ἄλλ. [[ἀβαφής]]). | |lstext='''ἀναφής''': -ες, (ἁφή) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐγγίσῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 2. 721C, κτλ.: - «[[ἀναφής]]· [[ἄψαυστος]], ὁ μὴ ψηλαφώμενος» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -φῶς Ἰάμβλ. κτλ. <br /><br />ΙΙ. ἐπὶ οἴνου, ὁ μὴ ἔχων γεῦσιν, [[ἀηδής]], [[ἀνούσιος]], [[ἄνοστος]], Πλούτ. 2. 650Β (ἄλλ. [[ἀβαφής]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> intangible, impalpable;<br /><b>2</b> qui cède sous la pression, mou.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἅπτω]]¹. | |||
}} | }} |