Anonymous

ἀναφής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναφής''': -ες, (ἁφή) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐγγίσῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 2. 721C, κτλ.: - «[[ἀναφής]]· [[ἄψαυστος]], ὁ μὴ ψηλαφώμενος» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -φῶς Ἰάμβλ. κτλ. <br /><br />ΙΙ. ἐπὶ οἴνου, ὁ μὴ ἔχων γεῦσιν, [[ἀηδής]], [[ἀνούσιος]], [[ἄνοστος]], Πλούτ. 2. 650Β (ἄλλ. [[ἀβαφής]]).
|lstext='''ἀναφής''': -ες, (ἁφή) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐγγίσῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 2. 721C, κτλ.: - «[[ἀναφής]]· [[ἄψαυστος]], ὁ μὴ ψηλαφώμενος» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -φῶς Ἰάμβλ. κτλ. <br /><br />ΙΙ. ἐπὶ οἴνου, ὁ μὴ ἔχων γεῦσιν, [[ἀηδής]], [[ἀνούσιος]], [[ἄνοστος]], Πλούτ. 2. 650Β (ἄλλ. [[ἀβαφής]]).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> intangible, impalpable;<br /><b>2</b> qui cède sous la pression, mou.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἅπτω]]¹.
}}
}}