Anonymous

ἀνακάμπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακάμπτω''': [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6· κατὰ παθ. φων. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐπανακάμψῃ, ἐπανέλθῃ, «ἀνακάμψει: ἀντὶ τοῦ ὑποστρέψαι ποιήσει» (Ἀντιαττικ. σ. 81. 10) Ἀντιφάν. ἐν «’Αδελφαῖς» 1. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀμετάβ., [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], [[ταύτῃ]] μὲν λῆγον ἀνακ. ἐς τὰ εἴρηται τὸ [[οὖρος]] Ἡρόδ. 2. 8· ἡ περιφορὰ ἐπ’ ἀρχὴν ἀνακ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 3, 20 καὶ ἀλλ., πρβλ. Πλάτ. Φαίδων 72Β· [[πάλιν]] ἀνακ. Ἀριστ. Π. Γενέσ. κ. Φθορ. 2. 10, 12, κτλ. β) περιπατῶ ἄνω καὶ [[κάτω]], Διογ. Λ. 2. 127, πρβλ. Πλούτ. 2. 796D. γ) ἐν τῇ λογικῇ ἐπὶ τῶν ὅρων προτάσεώς τινος, [[ἀντιστρέφω]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 3, 4, περὶ Ψυχ. ἔνθ’ ἀνωτ. δ) ἀνακάμπτων ἦτο τὸ [[ὄνομα]] μιᾶς τινος τῶν κύβων πτώσεως, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2.
|lstext='''ἀνακάμπτω''': [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6· κατὰ παθ. φων. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐπανακάμψῃ, ἐπανέλθῃ, «ἀνακάμψει: ἀντὶ τοῦ ὑποστρέψαι ποιήσει» (Ἀντιαττικ. σ. 81. 10) Ἀντιφάν. ἐν «’Αδελφαῖς» 1. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀμετάβ., [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], [[ταύτῃ]] μὲν λῆγον ἀνακ. ἐς τὰ εἴρηται τὸ [[οὖρος]] Ἡρόδ. 2. 8· ἡ περιφορὰ ἐπ’ ἀρχὴν ἀνακ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 3, 20 καὶ ἀλλ., πρβλ. Πλάτ. Φαίδων 72Β· [[πάλιν]] ἀνακ. Ἀριστ. Π. Γενέσ. κ. Φθορ. 2. 10, 12, κτλ. β) περιπατῶ ἄνω καὶ [[κάτω]], Διογ. Λ. 2. 127, πρβλ. Πλούτ. 2. 796D. γ) ἐν τῇ λογικῇ ἐπὶ τῶν ὅρων προτάσεώς τινος, [[ἀντιστρέφω]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 3, 4, περὶ Ψυχ. ἔνθ’ ἀνωτ. δ) ἀνακάμπτων ἦτο τὸ [[ὄνομα]] μιᾶς τινος τῶν κύβων πτώσεως, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se recourber;<br /><b>2</b> aller et venir, retourner sur ses pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κάμπτω]].
}}
}}