Anonymous

ἀνεπίπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπίπλεκτος''': -ον, ὁ μὴ συνδεδεμένος διὰ σχέσεων πρὸς ἄλλους, μεμονωμένος, διὰ τὸ ἀνεπίπλεκτον Στράβ. 115, κτλ.
|lstext='''ἀνεπίπλεκτος''': -ον, ὁ μὴ συνδεδεμένος διὰ σχέσεων πρὸς ἄλλους, μεμονωμένος, διὰ τὸ ἀνεπίπλεκτον Στράβ. 115, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans liaison avec, τινι ; isolé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπιπλέκω]].
}}
}}