Anonymous

ἀνεπιτήδευτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπιτήδευτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἐπιτηδεύσεως, [[ἁπλοῦς]], [[ἀπροσποίητος]], [[ἀφελής]], Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. Ὀνομ. 22, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 44: - Ἐπίρρ. -τως Διον. Ἁλ. σ. 468. ΙΙ. ὁ μὴ ἠσκημένος, ὁ μὴ δεδοκιμασμένος, οὐδὲν ἀμίμητον οὐδ’ ἀν. Πλουτ. Ἀλκ. 23.
|lstext='''ἀνεπιτήδευτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἐπιτηδεύσεως, [[ἁπλοῦς]], [[ἀπροσποίητος]], [[ἀφελής]], Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. Ὀνομ. 22, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 44: - Ἐπίρρ. -τως Διον. Ἁλ. σ. 468. ΙΙ. ὁ μὴ ἠσκημένος, ὁ μὴ δεδοκιμασμένος, οὐδὲν ἀμίμητον οὐδ’ ἀν. Πλουτ. Ἀλκ. 23.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> fait sans soin <i>ou</i> sans art;<br /><b>2</b> à quoi l’on ne peut s’appliquer, qu’on ne peut entreprendre.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπιτηδεύω]].
}}
}}