Anonymous

ἀνεπίβατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπίβᾰτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, [[ἄβατος]], [[ἀδιάβατος]], Στράβ. 545: [[ἀπροσπέλαστος]], Πλούτ. 2. 228Β.
|lstext='''ἀνεπίβᾰτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, [[ἄβατος]], [[ἀδιάβατος]], Στράβ. 545: [[ἀπροσπέλαστος]], Πλούτ. 2. 228Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inaccessible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπιβαίνω]].
}}
}}