Anonymous

ἀναθρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναθρέω''': [[βλέπω]] πρὸς τὰ ἄνω, [[βλέπω]] ἐκ τοῦ πλησίον, παρατηρῶ [[μετὰ]] προσοχῆς, ὡς τὸ [[ἀναθεωρέω]], Εὐρ. Ἑκ. 808· καὶ ἀναθρεῖ καὶ λογίζεται τοῦτο ὃ ὄπωπεν. Πλάτ. Κρατ. 399C: - Παθ., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα, συγκρινόμενα πρὸς..., Θουκ. 4. 86.
|lstext='''ἀναθρέω''': [[βλέπω]] πρὸς τὰ ἄνω, [[βλέπω]] ἐκ τοῦ πλησίον, παρατηρῶ [[μετὰ]] προσοχῆς, ὡς τὸ [[ἀναθεωρέω]], Εὐρ. Ἑκ. 808· καὶ ἀναθρεῖ καὶ λογίζεται τοῦτο ὃ ὄπωπεν. Πλάτ. Κρατ. 399C: - Παθ., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα, συγκρινόμενα πρὸς..., Θουκ. 4. 86.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />examiner avec attention ; <i>Pass.</i> ἔργα [[ἐκ]] [[τῶν]] λόγων ἀναθρούμενα THC actes que l’on met en regard des paroles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἀθρέω]].
}}
}}