Anonymous

ἀνθρώπειος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρώπειος''': -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, (ος, ον, Λουκ. Ὄνος 46): - ἀνήκων εἰς ἄνθρωπον, [[ἀνθρώπινος]], ἀνθρωπηΐη φωνὴ Ἡρόδ. 2. 55· ἡ ἀνθρ. [[φύσις]] ὁ αὐτ. 3. 65, καὶ ἀλλαχοῦ· ἀνθρώπεια πήματα, εἰς ἃ ὁ [[ἄνθρωπος]] ὑπόκειται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 706· ἀνθ. [[ψόγος]], ὁ [[ψόγος]] τῶν ἀνθρώπων, ὁ αὐτ. Ἀγ. 937· [[τέχνη]] ἀνθρ. Θουκ. 2. 47· ἀνθρωπήϊα πράγματα, ἀνθρώπινα πράγματα, Ἡρόδ. 1. 32· τὰ ἀνθρώπεια Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 155· ἅπαντα τἀνθρ. Σοφ. Αἴ. 132, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 68, κτλ.: - τὸ ἀνθρ. δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ ἢ τὸ ἀνθρώπινον γένος ἢ ἡ ἀνθρωπίνη [[φύσις]], πέφυκε γὰρ τὸ ἀνθρώπειον ... ἄρχειν ... τοῦ εἴκοντος Θουκ. 4. 61, πρβλ. 5. 105. 2) [[ἀνθρώπινος]], ἁρμόζων εἰς ἄνθρωπον, ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς ἀνθρωπίνης δυνάμεως, ἡ ἀνθρ. εὐδαιμονίη Ἡρόδ. 1. 5· ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον, ὑπέρτερον τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, Πλάτ. Πρωτ. 344C· ὅσα γε τἀνθρώπεια, κατὰ πᾶσαν ἀνθρωπίνην πιθανότητα, ὁ αὐτ. Κρίτων 46Ε, κατὰ τὸ ἀνθρ. Θουκ. 1. 22. 3) [[ἀνθρώπινος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μυθικός]], ἡ ἀνθρ. λεγομένη γενεὴ Ἡρόδ. 3. 122. ΙΙ. Ἐπιρρ. -ως, δι’ ἀνθρωπίνων μέσων, κατὰ πᾶσαν ἀνθρωπίνην πιθανότητα, οἷς παρὸν ἀνθρωπείως σώζεσθαι Θουκ. 5. 103· ἀνθρ. φράζειν, ὁμιλεῖν ὡς ἁρμόζει εἰς ἄνθρωπον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1058. Ἴδε [[ἀνθρώπινος]] ἐν τέλ.
|lstext='''ἀνθρώπειος''': -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, (ος, ον, Λουκ. Ὄνος 46): - ἀνήκων εἰς ἄνθρωπον, [[ἀνθρώπινος]], ἀνθρωπηΐη φωνὴ Ἡρόδ. 2. 55· ἡ ἀνθρ. [[φύσις]] ὁ αὐτ. 3. 65, καὶ ἀλλαχοῦ· ἀνθρώπεια πήματα, εἰς ἃ ὁ [[ἄνθρωπος]] ὑπόκειται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 706· ἀνθ. [[ψόγος]], ὁ [[ψόγος]] τῶν ἀνθρώπων, ὁ αὐτ. Ἀγ. 937· [[τέχνη]] ἀνθρ. Θουκ. 2. 47· ἀνθρωπήϊα πράγματα, ἀνθρώπινα πράγματα, Ἡρόδ. 1. 32· τὰ ἀνθρώπεια Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 155· ἅπαντα τἀνθρ. Σοφ. Αἴ. 132, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 68, κτλ.: - τὸ ἀνθρ. δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ ἢ τὸ ἀνθρώπινον γένος ἢ ἡ ἀνθρωπίνη [[φύσις]], πέφυκε γὰρ τὸ ἀνθρώπειον ... ἄρχειν ... τοῦ εἴκοντος Θουκ. 4. 61, πρβλ. 5. 105. 2) [[ἀνθρώπινος]], ἁρμόζων εἰς ἄνθρωπον, ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς ἀνθρωπίνης δυνάμεως, ἡ ἀνθρ. εὐδαιμονίη Ἡρόδ. 1. 5· ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον, ὑπέρτερον τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, Πλάτ. Πρωτ. 344C· ὅσα γε τἀνθρώπεια, κατὰ πᾶσαν ἀνθρωπίνην πιθανότητα, ὁ αὐτ. Κρίτων 46Ε, κατὰ τὸ ἀνθρ. Θουκ. 1. 22. 3) [[ἀνθρώπινος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μυθικός]], ἡ ἀνθρ. λεγομένη γενεὴ Ἡρόδ. 3. 122. ΙΙ. Ἐπιρρ. -ως, δι’ ἀνθρωπίνων μέσων, κατὰ πᾶσαν ἀνθρωπίνην πιθανότητα, οἷς παρὸν ἀνθρωπείως σώζεσθαι Θουκ. 5. 103· ἀνθρ. φράζειν, ὁμιλεῖν ὡς ἁρμόζει εἰς ἄνθρωπον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1058. Ἴδε [[ἀνθρώπινος]] ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui concerne l’homme : [[τἀνθρώπεια]] SOPH les affaires humaines ; τὸ ἀνθρώπειον la nature humaine <i>ou</i> les affaires humaines;<br /><b>2</b> qui provient de l’homme : ἀνθρωπεία [[τέχνη]] THC l’industrie humaine.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]].
}}
}}