Anonymous

ἀνθοφυής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθοφυής''': -ές, ποικιλόχρους, ὁ ἔχων ἀνθηρὸν [[χρῶμα]], περὶ τῶν πτερύγων ψιττακοῦ, ἤλυθεν ἐς δρυμοὺς ἀνθοφυεῖ πτέρυγι Ἀνθ. Π. 9. 562. ΙΙ. ὁ παράγων [[ἄνθη]], Ἐπιγάμμ. Ἑλλ. 103.
|lstext='''ἀνθοφυής''': -ές, ποικιλόχρους, ὁ ἔχων ἀνθηρὸν [[χρῶμα]], περὶ τῶν πτερύγων ψιττακοῦ, ἤλυθεν ἐς δρυμοὺς ἀνθοφυεῖ πτέρυγι Ἀνθ. Π. 9. 562. ΙΙ. ὁ παράγων [[ἄνθη]], Ἐπιγάμμ. Ἑλλ. 103.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de la nature des fleurs, <i>càd</i> aux couleurs brillantes.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[φύω]].
}}
}}