Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνεπίμικτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπίμικτος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιμιγνύμενος, [[ἄμικτος]], [[ἀνεπίμικτος]] τῷ ἔξω Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5, 4: καθαρὸς ἀπό τινος, [[ἀνεπίμικτος]] ῥυπαρίας, ἀναφέρεται ὡς εἰλημμένον ἐκ τοῦ Διοσκ. ΙΙ. ὁ μὴ μετ’ ἄλλων ἀναμιγνυόμενος, [[ἀκοινώνητος]], [[βίος]] ἀνεπ. ὁμιλίαις Πλούτ. 2. 438C· [[δίαιτα]] ἀνεπ. ὁ αὐτ. Ρωμ. 3· τό ἀνεπίμικτον, = ἡ [[ἀνεπιμιξία]], Στράβ. 333: ἐπὶ χώρας, ἡ μὴ συχναζομένη, ἣν δὲν ἐπισκέπτονται ξένοι, αὕτη ... ἐνεπίμικτος ἐγένετο ξενικαῖς δυνάμεσιν Διόδ. 5. 21, πρβλ. Πλούτ. 2. 604Β· οὕτω, ψυχὴ [[ἀνεπίμικτος]] πάθεσιν [[αὐτόθι]] 989C· ποιεῖσθαί τι ἀνεπ. ἑαυτῷ, ἀποξενῶ τι ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], «ἵνα οὖν ἀνεπιβούλευτον ἔχωσι τὴν κτῆσιν, ἀνεπίμικτον ἑαυτοῖς ἐποίησαν τὸν ἐξ ἀργύρου καὶ χρυσοῦ πλοῦτον» Διόδ. 5. 17. - Ἐπίρρ. ἀνεπιμίκτως [[Πολυδ]]. Ε΄, 139.
|lstext='''ἀνεπίμικτος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιμιγνύμενος, [[ἄμικτος]], [[ἀνεπίμικτος]] τῷ ἔξω Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5, 4: καθαρὸς ἀπό τινος, [[ἀνεπίμικτος]] ῥυπαρίας, ἀναφέρεται ὡς εἰλημμένον ἐκ τοῦ Διοσκ. ΙΙ. ὁ μὴ μετ’ ἄλλων ἀναμιγνυόμενος, [[ἀκοινώνητος]], [[βίος]] ἀνεπ. ὁμιλίαις Πλούτ. 2. 438C· [[δίαιτα]] ἀνεπ. ὁ αὐτ. Ρωμ. 3· τό ἀνεπίμικτον, = ἡ [[ἀνεπιμιξία]], Στράβ. 333: ἐπὶ χώρας, ἡ μὴ συχναζομένη, ἣν δὲν ἐπισκέπτονται ξένοι, αὕτη ... ἐνεπίμικτος ἐγένετο ξενικαῖς δυνάμεσιν Διόδ. 5. 21, πρβλ. Πλούτ. 2. 604Β· οὕτω, ψυχὴ [[ἀνεπίμικτος]] πάθεσιν [[αὐτόθι]] 989C· ποιεῖσθαί τι ἀνεπ. ἑαυτῷ, ἀποξενῶ τι ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], «ἵνα οὖν ἀνεπιβούλευτον ἔχωσι τὴν κτῆσιν, ἀνεπίμικτον ἑαυτοῖς ἐποίησαν τὸν ἐξ ἀργύρου καὶ χρυσοῦ πλοῦτον» Διόδ. 5. 17. - Ἐπίρρ. ἀνεπιμίκτως [[Πολυδ]]. Ε΄, 139.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne se mêle pas à, sans relations avec, insociable, sauvage ; <i>en parl. d’un pays</i> non fréquenté, non visité par, τινι.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπιμίγνυμι]].
}}
}}