Anonymous

ἀνεπίδικος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπίδῐκος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἀμφισβητήσεως ([[κληρονομία]]), ἡ [[ἄνευ]] ἐπιδικασίας, ἀνεπιδίκα ἔχειν τὰ πατρῷα Ἰσαῖ. 44. 1· παραλαμβάνειν ἀνεπ. τὴν ἀγχιστείαν ὁ αὐτ. 72. 36· ἀνεπίδικον μὴ ἐξεῖναι ἔχειν [[μήτε]] κλῆρον [[μήτε]] ἐπίκληρον Δημ. 1135. 27· πρβλ. [[Πολυδ]]. Γ΄, 33.
|lstext='''ἀνεπίδῐκος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἀμφισβητήσεως ([[κληρονομία]]), ἡ [[ἄνευ]] ἐπιδικασίας, ἀνεπιδίκα ἔχειν τὰ πατρῷα Ἰσαῖ. 44. 1· παραλαμβάνειν ἀνεπ. τὴν ἀγχιστείαν ὁ αὐτ. 72. 36· ἀνεπίδικον μὴ ἐξεῖναι ἔχειν [[μήτε]] κλῆρον [[μήτε]] ἐπίκληρον Δημ. 1135. 27· πρβλ. [[Πολυδ]]. Γ΄, 33.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’est pas <i>ou</i> ne peut pas être contesté ; ἡ [[ἀνεπίδικος]] héritière unique (dont les droits ne peuvent être contestés).<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπίδικος]].
}}
}}