Anonymous

ἀνθεμουργός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθεμουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ἐπίθετον τῆς μελίσσης, ἥτις ἐκ τοῦ ὀποῦ τῶν ἀνθέων ἀπεργάζεται τὸ [[μέλι]], τῆς τ’ ἀνθεμουργοῦ [[στάγμα]], παμφαὲς [[μέλι]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 612.
|lstext='''ἀνθεμουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ἐπίθετον τῆς μελίσσης, ἥτις ἐκ τοῦ ὀποῦ τῶν ἀνθέων ἀπεργάζεται τὸ [[μέλι]], τῆς τ’ ἀνθεμουργοῦ [[στάγμα]], παμφαὲς [[μέλι]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 612.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui exploite les fleurs (abeille).<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθεμον]], [[ἔργον]].
}}
}}