Anonymous

ἀνάσιλλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάσιλλος''': ἢ -σῑλος, ὁ, [[μέρος]] τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς ὠρθωμένων κατὰ τὸ [[μέτωπον]], κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν Πάρθων, τῷ ἀνασίλλῳ κομᾶν Πλουτ. Κράσσ. 24: οὕτω δὲ ἐγράφη ἐκ διορθώσεως τοῦ Σολβουργίου ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Ἀριστ. Φυσιογν., δηλ. ἐν 5. 8, ἀντὶ [[οἷον]] ἂν ἄσιλον, καὶ ἐν 6. 43 ἀντὶ ἀναστεῖλον. Ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τῇ προηγ. λέξει.
|lstext='''ἀνάσιλλος''': ἢ -σῑλος, ὁ, [[μέρος]] τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς ὠρθωμένων κατὰ τὸ [[μέτωπον]], κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν Πάρθων, τῷ ἀνασίλλῳ κομᾶν Πλουτ. Κράσσ. 24: οὕτω δὲ ἐγράφη ἐκ διορθώσεως τοῦ Σολβουργίου ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Ἀριστ. Φυσιογν., δηλ. ἐν 5. 8, ἀντὶ [[οἷον]] ἂν ἄσιλον, καὶ ἐν 6. 43 ἀντὶ ἀναστεῖλον. Ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τῇ προηγ. λέξει.
}}
{{bailly
|btext=<i>ou</i> [[ἀνάσιλος]];<br />ου (ὁ) :<br />touffe de cheveux sur le devant de la tête, toupet.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σιλλός]].
}}
}}