Anonymous

ἀνιάομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνιάομαι''': ἀποθ.: - [[πάλιν]] ἰῶμαι, [[θεραπεύω]] ἐκ νέου, διορθῶ, τὸ παρεὸν [[τρῶμα]] ἀνιεῦνται ([[ὅπερ]] κατὰ σημασίαν [[τοὐλάχιστον]] [[εἶναι]] Ἰων. μέλλων) Ἡρόδ. 7. 236. [Ἴδε ἐν λ. [[ἰάομαι]]].
|lstext='''ἀνιάομαι''': ἀποθ.: - [[πάλιν]] ἰῶμαι, [[θεραπεύω]] ἐκ νέου, διορθῶ, τὸ παρεὸν [[τρῶμα]] ἀνιεῦνται ([[ὅπερ]] κατὰ σημασίαν [[τοὐλάχιστον]] [[εἶναι]] Ἰων. μέλλων) Ἡρόδ. 7. 236. [Ἴδε ἐν λ. [[ἰάομαι]]].
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ pl. prés. ion.</i> [[ἀνιεῦνται]];<br />guérir, soulager.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἰάομαι]].<br /><span class="bld">2</span><i>Pass. de</i> [[ἀνιάω]].
}}
}}